Από τήν Ελισάβετ Παπαδοπούλου: Τα τρένα του Έβρου, που δεν περνάνε πια




 Στο Marie Claire που μόλις κυκλοφόρησε με θέμα τον Έβρο, γράφω για τα τρένα και τις αναχωρήσεις μας. Η φωτογραφία που το συνοδεύει είναι δική μου από μια άνοιξη του 1995.


Τα τρένα του Έβρου, που δεν περνάνε πια, ανήκουν σε μια παλιά ζωή που έχει σαλπάρει και τώρα γλιστράει καθώς γράφω, από τις παρυφές της μνήμης. Ξεπηδάνε από εκεί τα τρένα αυτά μαζί με τους ξύλινους σταθμούς τους, θρονιασμένους καταμεσίς του κάμπου με τις ξύλινες επιγραφές τους, λες κι ήτανε σαλούν στην άγρια δύση. Ο πιο οικείος σ΄εμένα ήταν ο σταθμός του Πυθίου, η διασταύρωση όπου ο σιδηρόδρομος προς Ορμένιο και Βουλγαρία διακλαδίζονταν από την γραμμή από Θεσσαλονίκη προς Κωνσταντινούπολη. Ήταν ο σταθμός των αποχαιρετισμών μου. Λίγο παραπέρα το βυζαντινό κάστρο του Πυθίου. Πιο κάτω το συνοριακό στρατιωτικό φυλάκιο. Από εκεί ξεκινάει  η γέφυρα που ενώνει την Ελλάδα με την Τουρκία και  την οποία διέσχιζε το ίδιο τρένο μέχρι στις 11 Φεβρουαρίου του 2011, όταν όλες οι διασυνοριακές διαδρομές έκλεισαν και τα δρομολόγια προς Κωνσταντινούπολη και Σόφια τερματίστηκαν. Στα όρια του στρατιωτικού φυλακίου, εκεί όπου οι ιτιές βουτούσαν τις ρίζες τους στον Έβρο ποταμό, υπήρχε μια περιφραγμένη έκταση που έγραφε προσοχή νάρκες.

  Ο κάμπος που διέσχιζαν τα τρένα, ήταν μια εύφορη γη, που κάθε άνοιξη τρέμιζε στον άνεμο τα φρέσκα σπαρτά της, το καλοκαίρι έστεκε χρυσή  με τα ωριμασμένα στάχυα, και το χειμώνα γίνονταν σκληρή, μια καφετιά έκταση που αποζητούσε απ΄τις αρχές του Νοέμβρη να την ευεργετήσει το χιόνι. Και το χιόνι υπάκουε. Ερχόταν από νωρίς, φέρνοντας τον αποκλεισμό σε ένα πλήθος από χωριά καθισμένα στον κάμπο, -πολύ πρόσφατα αν θέλουμε να μιλήσουμε με ιστορικούς χρόνους- χτισμένα όλα μετά την συνθήκη των Μουδανιών στην οποία αποφασίστηκε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες που κατοικούσαν εκεί..  

 Οι κάτοικοι του βόρειου Έβρου στην συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι οι απόγονοι των προσφύγων αυτών. Μέχρι τη δεκαετία του ογδόντα, στα χωριά του κάμπου που τα διέσχιζαν τα τρένα, υπήρχε μια πραγματική έκρηξη πληθυσμού. Κάθε δρόμος και στενό ήταν γεμάτος παιδιά κι εφήβους, οι γονείς των οποίων δεν είχαν καν πατήσει τα σαράντα. Τα παιδιά, στριμώχνονταν σε σχολεία που δεν τους χωρούσαν, στην ίδια αίθουσα δυο τάξεις μαζί, η πρώτη μαζί με τη δευτέρα, η τρίτη μαζί με την  τετάρτη και πάει λέγοντας. Στο γυμνάσιο και το λύκειο, η βάρδια ήταν πρωινό απογευματινό. Έτσι μάθαμε γράμματα. Με τις τάξεις δύο-δύο, και βάρδια ανά βδομάδα στο απογευματινό.      

     Σε κείνα τα χωριά, δασκάλες έφταναν από τα πέρατα της Ελλάδας με τα διάφανα καλτσόν τους, τα οποία αποσύρονταν σύντομα στις βαλίτσες αντιμέτωπα με σκονισμένους χωματόδρομους και ασήκωτη λάσπη όταν έβρεχε. Οι δρόμοι όλοι σχεδόν ασφαλτοστρώθηκαν μεταξύ 1980 και 1990. Όμως παράλληλα με τη φιλόδοξη ασφαλτόστρωση, οι τάξεις των σχολείων άρχισαν να αδειάζουν. Κάποιοι έφευγαν και δεν γυρνούσαν πίσω.

    Τότε άρχισε να μοιάζει, λες και τα τραίνα έφτασαν σ΄ αυτό τον τόπο για να παίρνουν κόσμο. Το έκαναν στον υπερθετικό βαθμό τη δεκαετία του εξήντα, τότε που ξεφόρτωναν στη Θεσσαλονίκη ανθρώπινα μπουλούκια, τα οποία επιβιβάζονταν στα επόμενα τρένα, τραβώντας για τη Γερμανία. Αποψιλώθηκε τότε ο Έβρος. Μια ιδιότυπη ορφάνια χτύπησε τα σπίτια. Χιλιάδες παιδιά αφέθηκαν να μεγαλώσουν με τις γιαγιάδες ή τις θειάδες τους, με κείνο το πρώιμο πένθος στα μάτια.

     Εμείς οι επιβάτες των τρένων του ενενήντα, ήμασταν πιο τυχεροί. Τα δικά μας τρένα δεν είχαν πόνο. Είχαν λαχτάρα και όνειρα, είχαν μπλουτζίν, μουσικές και βιβλία στις αποσκευές. Ο πόνος ήταν γι΄αυτούς που έμεναν πίσω, μα τότε δεν είχαμε ιδέα. Τους αποχαιρετούσαμε έξω από κυλικεία που πουλούσαν γκαζόζες Τσακίρη και κάτι σκληρά χαρτομάντηλα που έγδερναν τα μάτια  πριν τα σκουπίσουν. Έτσι κι αλλιώς τα τρένα που μας έπαιρναν δεν είχαν δάκρυα, τα δάκρυα όπως κατάλαβα μετά, έμειναν όλα στις αποβάθρες.

     Έτσι ερημώσαν τα χωριά. Από εκείνους τους σταθμούς που πλέον δεν τους διασχίζουν τρένα. Και ποιον να πάρουν; Όσοι έμειναν όμως δεν εγκατέλειψαν. Τόσο, που αυτοί που έφυγαν θα βγουν οι χαμένοι. Πλούσιος τόπος, γεμάτος ποτάμια, νερά και εύφορα χώματα όπου ακόμα και το μπαστούνι φυτρώνει, ανέλαβε να βλαστήσει καινούριες καλλιέργειες. Κάθε φορά που επιστρέφω ξαφνιάζομαι. Σουσάμι, ρόδια, σκόρδα ακόμα και λεβάντες ανέλαβαν να ξανασυστηθούν στα παλιά χώματα, βρίσκοντας πρόθυμες τσέπες στα καλύτερα μαγαζιά. Επιχειρήσεις παραγωγής βιομάζας στήθηκαν κοντά τις μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες παράγοντας ενέργεια από τις ζωικές αποκρίσεις, και  συνεταιριστικά λατομεία παραγωγής ζεόλιθου, πήραν τα ινία από φιλόδοξες επιχειρήσεις.

    Ο Έβρος μαθαίνει την καινούρια εποχή, και ίσως με τον τρόπο αυτό μάθει καλύτερα και τον εαυτό του, και φέρει πίσω όσους λιποτάκτησαν από ετούτη τη γη, που τόσοι και τόσοι τη νομίζουν μόνο σύνορο και πινέζα. Είναι αλήθεια ότι στα πολλά χωριά ειδικά στο βόρειο Έβρο δεν κατοικούν περισσότεροι από πενήντα άνθρωποι σε κανένα από αυτά. Ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα εβδομήντα χρόνια. Δεν υπάρχουν παιδιά, ούτε σχολεία. Οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι γεμίζουν χορτάρια την άνοιξη, αφού δεν τους πατάει κανείς. Και ναι είναι αλήθεια, πως οι περισσότεροι από τους νέους που απέμειναν τράβηξαν για τις γύρω πόλεις αφήνοντας έρημα τα χωριά. Στον βόρειο Έβρο προτιμούν την Ορεστιάδα, ενώ η Αλεξανδρούπολη δεσπόζει στα πιο χαμηλά. Το Διδυμότειχο, όπου εδώ γεννήθηκαν  δυο Βυζαντινοί αυτοκράτορες, ο Iωάννης Γ’ Bατάτζης και ο  Iωάννης Ε’ Παλαιολόγος, και όπου στέφθηκε αυτοκράτορας  ο Iωάννης ΣΤ’ Kαντακουζηνός,  στριμώχτηκε στους στενούς του δρόμους, στις ανηφοριές,  τα κάστρα, τους λίγους αστούς, και τη μεγάλη του ιστορία και έμεινε εκεί. Αντίθετα η Ορεστιάδα, μια πόλη ούτε εκατό χρόνων, με φαρδιούς  επίπεδους δρόμους, απλώθηκε γρήγορα όπως απλώνεται το νερό, χωρίς συναίσθηση της υπεροχής του. Το ίδιο με το Διδυμότειχο έπαθε το Σουφλί. Η πόλη του μεταξιού, άδειασε.

   Μπορεί να φταίει που οι εύποροι κάτοικοι, έχοντας ευαίσθητες κεραίες στις επερχόμενες αλλαγές, μπαίνουν πρώτοι στα τρένα και φεύγουν. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο κάτι φαίνεται να αλλάζει. Το Σουφλί με τα μετάξια του άρχισε να συστήνεται ξανά. Επιπλέον, σε έναν κόσμο που έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την αξία της ποιοτικότερης διατροφής και ποιοτικότερου περιβάλλοντος, όπου η αγροτική παραγωγή δεν περιορίζεται στους φημισμένους ήλιους του Έβρου (που οι ντόπιοι αποκαλούν φεγγάρια), ούτε στο καλαμπόκια και τα σιτάρια,  κάποιοι πιάνουν την καλή. Ο Έβρος για αρκετούς αποδείχθηκε η καλύτερη ευκαιρία, με την χαμηλή αξία της γης, και το μικρό μέχρι πρότινος ενδιαφέρον για σχετικές επενδύσεις.

  Είναι εκείνοι που συνδυάζουν την καλή επένδυση με τη διαμονή τους στην πόλη των πόλεων, την πρώτη πόλη της Ευρώπης, που είναι περισσότερο Ευρώπη απ΄οποιαδήποτε άλλη πόλης της Ελλάδας, την Αλεξανδρούπολη. Κατάφορτη ελευθερία και πείσμα. Είναι πόλη των ναυτικών αλλά και πόλη των αγροτών, είναι πόλη των στρατιωτικών και πόλη των διπλωματών, πόλη των ναυτικών βάσεων και του φυσικού αερίου, μα πάνω απ΄όλα είναι όμορφη  πόλη. Πόλη που ξέρει πως θέλει κότσια να στέκεσαι εκεί, και πως χρειάστηκε κόπος για να γίνεις η λαχτάρα του Σαββατοκύριακου για Σέρβους, Βούλγαρους, Ρώσους και Τούρκους που συρρέουν πριν ξημερώσει Σάββατο και γεμίζουν τους δρόμους και τα στενά της. Καμιά φορά από τότε που άρχισαν να δένουν πολεμικά-μεταγωγικά πλοία του αμερικανικού ναυτικού, καθώς οι δρόμοι της πόλης  γεμίζουν αμερικάνους ναύτες μια αύρα παλιάς ελληνικής ταινίας ξαφνιάζει τα σοκάκια.

     Μπορεί να έφτασε η ώρα η πινέζα να πάρει την εκδίκησή της.  Ωστόσο η αλήθεια είναι πως οι ηλικιωμένοι των καφενείων του βόρειου Έβρου, δύσκολα θα το μάθουν αυτό. Κι αν το μάθουν λίγο τους αφορά. Εκείνοι αποχαιρέτησαν ότι πιο πολύ αγαπούσαν σε κείνους τους παλιούς σταθμούς, είδαν τα σχολεία, τα σπίτια και τα καφενεία να κλείνουν, τη ζωή τους να μικραίνει και να περιορίζεται σε έναν μικρό κύκλο συνομιλήκων τους, οι οποίοι αναπολούν τις κάποτε γεμάτες πλατείες τους, τους γάμους και τις βαφτίσεις στις εκκλησίες που σήμερα βλέπουν μόνο κηδείες και μνημόσυνα.

     Κι εγώ που σήμερα τα γράφω αυτά, ξέρω πως φεύγοντας άνοιξα μια πληγή, και πως σήμερα σ΄εκείνη την αυλή που βούιζε από παιδιά ζώα και μελίσσια ζει μόνο ο πατέρας μου. Τα γύρω σπίτια είναι αδειανά. Οι γείτονες πεθαμένοι. Τα τρένα έχουν σταματήσει να περνάνε εδώ και χρόνια. Μόνο τα χώματα εκείνα που κρατάνε για πάντα τα πρώτα μου βήματα, κάθε φορά που τα πατώ, λες και μου χρωστάνε ακόμα καλοσύνη, ημερεύουν τον κόσμο μέσα μου. Ή πάλι μπορεί όλη τούτη η καλοσύνη να στέκει στις λέξεις του πατέρα μου, που δεν θέλει να το κουνήσει ρούπι από εκεί, στις λέξεις του με τις κομμένες συλλαβές, τη ντοπιολαλιά που ανακινεί και καταργεί  ότι ψευτίζει μέσα μου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

“Έφυγε” αιφνιδίως ο Δημήτρης Γοδοσίδης – Από την πρώτη στιγμή στα μέτωπα της φωτιάς

Συκοφαντίες απο τήν παράταξη τού Δ. Παπαδόπουλου για τήν Μ. Γκουγκουσκίδου

Γκιουζλεμέδες(πιτάκια) από τά Πετρωτά Έβρου (Συνταγή)